waist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
waist | waists |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
waist (en)
- (ανατομία) η μέση
- ↪ I am wearing a sash around my waist.
- Φοράω ζουνάρι στη μέση μου.
- ↪ I am wearing a sash around my waist.
- η μέση, το μέρος του ενδύματος που αντιστοιχεί στη μέση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 540. ISBN 9780194325684., λήμμα: μέση