Μετάβαση στο περιεχόμενο

waistband

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
waistband waistbands

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
waistband < waist + band

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

waistband (en)

  • η μέση, το μέρος του ενδύματος που αντιστοιχεί στη μέση
      pants with an elastic waistband - παντελονια με λαστιχο στη μεση
     συνώνυμα: waist