εμπόδιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμπόδιο | τα | εμπόδια |
γενική | του | εμποδίου & εμπόδιου |
των | εμποδίων |
αιτιατική | το | εμπόδιο | τα | εμπόδια |
κλητική | εμπόδιο | εμπόδια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμπόδιο < αρχαία ελληνική ἐμπόδιον < ἐν + πούς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /emˈbo.ði.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμπόδιο ουδέτερο
- καθετί που με φυσικό ή τεχνητό τρόπο δυσχεραίνει ή κάνει αδύνατη μια πορεία προς ορισμένη κατεύθυνση
- (ειδικότερα) τεχνητό φράγμα που τοποθετείται σε τακτές αποστάσεις και πάνω από αυτό πηδούν οι αθλητές δρόμων ταχύτητας
- (μεταφορικά) οτιδήποτε εμποδίζει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάθε εμπόδιο για καλό
- μετ' εμποδίων