bloc
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bloc (fr) αρσενικό
- το μπλοκ
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bloc (en)
- διακρατική συμμαχία, μπλοκ
bloc (fr) αρσενικό
bloc (en)