league

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
league leagues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

league (en)

  1. η λίγκα, η οργάνωση αθλητικών ομάδων
    ⮡  Many clubs in the lower reaches of the league are in financial difficulty.
    Πολλά σωματεία στις χαμηλότερες θέσεις της λίγκας αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες.
  2. (ανεπίσημο) η κατηγορία, το επίπεδο ποιότητας, ικανότητας κτλ.
    ⮡  As a painter, he is in a league of his own.
    Ως ζωγράφος, είναι μια κατηγορία από μόνος του.
    ⮡  They’re in a different league than us.
    Είναι σε άλλη κατηγορία από εμάς.
    ⮡  When it comes to cooking, I'm not in her league.
    Όταν πρόκειται για μαγειρική, δεν είμαι στην κατηγορία της/στο επίπεδό της.
  3. η ένωση, η ομάδα ή σύνδεσμος από μερικά συνεργαζόμενα μέλη
    ⮡  the League of Nations - η Κοινωνία των Εθνών
  4. η λεύγα (περίπου 5 χλμ), η μέση απόσταση που μπορεί να διασχίσει ένας άνθρωπος σε μία (1) ώρα περπατώντας
    ⮡  twenty thousand leagues under the sea - είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα