μπλοκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλοκ < αγγλική block < μέση αγγλική blok < παλαιά γαλλικά bloc < μέση ολλανδική blok < παλαιά ολλανδικά *blok πρωτογερμανική *blukką < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰulǵ- < *bʰelǵ- (δοκός, σανίδα)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπλοκ ουδέτερο άκλιτο
- δέσμη χάρτινων φύλλων με ποικίλο περιεχόμενο και για διάφορους σκοπούς, ενωμένων με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί κάποιος να κόψει ένα φύλλο από τη δέσμη και να το δώσει σε άλλον
- (μεταφορικά) ομάδα ομοειδών πραγμάτων
- μπλοκ πολυκατοικιών
- (μεταφορικά) ομάδα, σύνολο ή συνασπισμός ανθρώπων με κοινές επιδιώξεις ή χαρακτηριστικά
- αριστερό μπλοκ
- → δείτε τις λέξεις κοινοπραξία, συμμαχία και συνασπισμός
- (αθλητισμός) ύψωση των χεριών των παικτών στο βόλεϊ, ώστε να αποκρουστεί το καρφί ή η μπαλιά των αντιπάλων
- (πληροφορική) σύνολο δεδομένων (λέξεων, χαρακτήρων κ.λπ.) που λαμβάνονται ως μια ενότητα
- (αρχιτεκτονική) συμπαγές κομμάτι οικοδομικού υλικού (με ποικίλη σύσταση)
- Άλλες μορφές: μπλόκι