μπλόκο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπλόκο | τα | μπλόκα |
γενική | του | μπλόκου | των | μπλόκων |
αιτιατική | το | μπλόκο | τα | μπλόκα |
κλητική | μπλόκο | μπλόκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπλόκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική blocco < γαλλική bloc < μέση ολλανδική blok < παλαιά ολλανδικά *blok < πρωτογερμανική *blukką < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰulǵ- < *bʰelǵ- (δοκός, σανίδα) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unblock)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπλόκο ουδέτερο (και μπλόκος αρσενικό)
- το φράξιμο, ο αποκλεισμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μπλοκ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)