barrage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
barrage | barrages |
barrage (en)
- το φράγμα, το τεχνητό εμπόδιο, πχ σ' ένα ποτάμι
- το οδόφραγμα
- το μπαράζ βολών πυροβολικού για να προστατευθούν τα οικεία στρατεύματα
- η ομοβροντία
- (μεταφορικά) καταιγισμός
- ⮡ barrage of information - καταιγισμός πληροφοριών
- (αθλητισμός) ο αγώνας μπαράζ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
barrage | barrages |
barrage (fr) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Μεταφορικοί όροι (αγγλικά)
- Αθλητισμός (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)