σανίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σανίδα | οι | σανίδες |
γενική | της | σανίδας | των | σανίδων |
αιτιατική | τη | σανίδα | τις | σανίδες |
κλητική | σανίδα | σανίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σανίδα < αρχαία ελληνική σανίς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /saˈniða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐νί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σανίδα θηλυκό
- παραλληλόγραμμο κομμάτι ξύλου με μικρό πάχος
- (μεταφορικά) για πολύ λεπτό άνθρωπο ή ειδικά για κοιλιά επίπεδη, γυμνασμένη και χωρίς πάχος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σανίδα σωτηρίας: το πρώτο διαθέσιμο μέσο σωτηρίας για κάποιον που βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)