κοιλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιλιά | οι | κοιλιές |
γενική | της | κοιλιάς | των | κοιλιών |
αιτιατική | την | κοιλιά | τις | κοιλιές |
κλητική | κοιλιά | κοιλιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιλιά < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιλιά θηλυκό
- (ανατομία) τμήμα του σώματος ανάμεσα στον θώρακα και την πύελο στους ανθρώπους και άλλα σπονδυλωτά το οποίο εμπεριέχει το μεγαλύτερο τμήμα του γαστρεντερικού συστήματος και μέρος του ουροποιητικού συστήματος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- κοιλία (λόγιο)
[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη κοίλος
|
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κοιλιά στη Βικιπαίδεια