θώρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θώρακας | οι | θώρακες |
γενική | του | θώρακα & θώρακος* |
των | θωράκων |
αιτιατική | τον | θώρακα | τους | θώρακες |
κλητική | θώρακα | θώρακες | ||
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους. | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


με θώρακα του 15ου αιώνα.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θώρακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θώραξ από την αιτιατική «τὸν θώρακα»
- για νεότερους όρους και τον μεσαιωνικό θώρακα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cuirasse [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθo.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θώ‐ρα‐κας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θώρακας αρσενικό
- (ανατομία) μέρος του σώματος: το ανώτερο μέρος του κορμού σπονδυλωτών ζώων, μεταξύ του λαιμού και της κοιλιάς, που προστατεύεται από τα πλευρά· στη θωρακική κοιλότητα περικλείονται οι πνεύμονες και η καρδιά
- (εντομολογία) μέρος του σώματος των εντόμων
- (οπλισμός) αμυντικό όπλο που προφύλασσε τον κορμό των πολεμιστών παλιών εποχών
- → δείτε και τη λέξη πανοπλία
- (γενικότερα) κάθε πράγμα που θωρακίζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ θώρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' και με λόγια γενική ενικού -ος (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)