θώρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θώρακας | οι | θώρακες |
γενική | του | θώρακα | των | θωράκων |
αιτιατική | τον | θώρακα | τους | θώρακες |
κλητική | θώρακα | θώρακες | ||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θώρακας < αρχαία ελληνική θώραξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθo.ɾa.kas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θώρακας αρσενικό
- μέρος του σώματος: το ανώτερο μέρος του κορμού, μεταξύ του λαιμού και της κοιλιάς, που προστατεύεται από τα πλευρά· στη θωρακική κοιλότητα περικλείονται οι πνεύμονες και η καρδιά
- αμυντικό όπλο που προφύλασσε τον κορμό
- ιατρικό στήριγμα θώρακος - θώρακα