κοιλότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιλότητα < αρχαία ελληνική κοιλότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιλότητα θηλυκό
- η κοίλη περιοχή μιας επιφάνειας ή ενός σώματος
- (ανατομία) κοίλη περιοχή του σώματος, ιδίως αυτή που περιέχει εσωτερικά όργανα
- (μαθηματικά) η ιδιότητα μιας κοίλης συνάρτησης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιλότητα