κοίλωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοίλωμα | τα | κοιλώματα |
γενική | του | κοιλώματος | των | κοιλωμάτων |
αιτιατική | το | κοίλωμα | τα | κοιλώματα |
κλητική | κοίλωμα | κοιλώματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοίλωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοίλωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοίλωμα