concavity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

concavity (en)

  1. η κοιλότητα (η ιδιότητα του κοίλου)
  2. η κοιλότητα (κοίλη επιφάνεια)
    a natural concavity in the ground - μια φυσική κοιλότητα του εδάφους