dent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dent (en)
- το βαθούλωμα που δημιουργήθηκε από χτύπημα
Ρήμα[επεξεργασία]
dent (en)
- προκαλώ ένα βαθούλωμα χτυπώντας
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dent (fr)