dented
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dented (en)
- βαθουλωμένος, χτυπημένος ώστε να δημιουργηθεί ένα βαθούλωμα
- the left door of your car is dented