προφυλάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προφυλάσσω < αρχαία ελληνική προφυλάσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
προφυλάσσω
- (λόγιο) φυλάσσω ή προστατεύω κάποιον από κινδύνους, κακοτοπιές, δυσάρεστα ή ανεπιθύμητα κ.λπ.
- προστατεύω κάτι καλύπτοντάς το
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απροφύλακτα / απροφύλαχτα
- απροφύλακτος / απροφύλαχτος
- προφύλαγμα
- προφυλακτήρας / προφυλαχτήρας
- προφυλακτικά / προφυλαχτικά
- προφυλακτικός / προφυλαχτικός
- → δείτε τις λέξεις προ, φυλάσσω και φυλάγω