προστατεύω
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστατεύω < αρχαία ελληνική προστατεύω (εξουσιάζω)
Ρήμα[επεξεργασία]
προστατεύω
- παρέχω προστασία, φυλάω κάποιον από κάτι κακό ή από το ενδεχόμενο να απειληθεί, φροντίζω για την ασφάλεια κάποιου εν δυνάμει ασθενέστερου, προφυλάσσω κάποιον από τυχόν κινδύνους
- παράνομα και παρασκηνιακά υποστηρίζω κάποιον
- Ποιοι προστατεύουν όσους προκαλούν συστηματικά προβοκάτσιες στις διαδηλώσεις;
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | προστατεύω | προστάτευα | θα προστατεύω | να προστατεύω | προστατεύοντας | |
β' ενικ. | προστατεύεις | προστάτευες | θα προστατεύεις | να προστατεύεις | προστάτευε | |
γ' ενικ. | προστατεύει | προστάτευε | θα προστατεύει | να προστατεύει | ||
α' πληθ. | προστατεύουμε | προστατεύαμε | θα προστατεύουμε | να προστατεύουμε | ||
β' πληθ. | προστατεύετε | προστατεύατε | θα προστατεύετε | να προστατεύετε | προστατεύετε | |
γ' πληθ. | προστατεύουν(ε) | προστάτευαν προστατεύαν(ε) |
θα προστατεύουν(ε) | να προστατεύουν(ε) | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προστάτευσα | θα προστατεύσω | να προστατεύσω | προστατεύσει | ||
β' ενικ. | προστάτευσες | θα προστατεύσεις | να προστατεύσεις | προστάτευσε | ||
γ' ενικ. | προστάτευσε | θα προστατεύσει | να προστατεύσει | |||
α' πληθ. | προστατεύσαμε | θα προστατεύσουμε | να προστατεύσουμε | |||
β' πληθ. | προστατεύσατε | θα προστατεύσετε | να προστατεύσετε | προστατεύστε | ||
γ' πληθ. | προστάτευσαν προστατεύσαν(ε) |
θα προστατεύσουν(ε) | να προστατεύσουν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προστατεύσει | είχα προστατεύσει | θα έχω προστατεύσει | να έχω προστατεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις προστατεύσει | είχες προστατεύσει | θα έχεις προστατεύσει | να έχεις προστατεύσει | έχε προστατευμένο | |
γ' ενικ. | έχει προστατεύσει | είχε προστατεύσει | θα έχει προστατεύσει | να έχει προστατεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προστατεύσει | είχαμε προστατεύσει | θα έχουμε προστατεύσει | να έχουμε προστατεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε προστατεύσει | είχατε προστατεύσει | θα έχετε προστατεύσει | να έχετε προστατεύσει | έχετε προστατευμένο | |
γ' πληθ. | έχουν προστατεύσει | είχαν προστατεύσει | θα έχουν προστατεύσει | να έχουν προστατεύσει | ||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προστατευμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προστατευμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προστατευμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προστατευμένο |
Παθητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | προστατεύομαι | προστατευόμουν(α) | θα προστατεύομαι | να προστατεύομαι | προστατευόμενος | |
β' ενικ. | προστατεύεσαι | προστατευόσουν(α) | θα προστατεύεσαι | να προστατεύεσαι | (προστατεύου) | |
γ' ενικ. | προστατεύεται | προστατευόταν(ε) | θα προστατεύεται | να προστατεύεται | ||
α' πληθ. | προστατευόμαστε | προστατευόμαστε προστατευόμασταν |
θα προστατευόμαστε | να προστατευόμαστε | ||
β' πληθ. | προστατεύεστε | προστατευόσαστε προστατευόσασταν |
θα προστατεύεστε | να προστατεύεστε | (προστατεύεστε) | |
γ' πληθ. | προστατεύονται | προστατεύονταν προστατευόντουσαν |
θα προστατεύονται | να προστατεύονται | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προστατεύτηκα | θα προστατευτώ | να προστατευτώ | προστατευτεί | ||
β' ενικ. | προστατεύτηκες | θα προστατευτείς | να προστατευτείς | προστατεύσου | ||
γ' ενικ. | προστατεύτηκε | θα προστατευτεί | να προστατευτεί | |||
α' πληθ. | προστατευτήκαμε | θα προστατευτούμε | να προστατευτούμε | |||
β' πληθ. | προστατευτήκατε | θα προστατευτείτε | να προστατευτείτε | προστατευτείτε | ||
γ' πληθ. | προστατεύτηκαν προστατευτήκαν(ε) |
θα προστατευτούν(ε) | να προστατευτούν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προστατευτεί | είχα προστατευτεί | θα έχω προστατευτεί | να έχω προστατευτεί | προστατευμένος | |
β' ενικ. | έχεις προστατευτεί | είχες προστατευτεί | θα έχεις προστατευτεί | να έχεις προστατευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει προστατευτεί | είχε προστατευτεί | θα έχει προστατευτεί | να έχει προστατευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προστατευτεί | είχαμε προστατευτεί | θα έχουμε προστατευτεί | να έχουμε προστατευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε προστατευτεί | είχατε προστατευτεί | θα έχετε προστατευτεί | να έχετε προστατευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προστατευτεί | είχαν προστατευτεί | θα έχουν προστατευτεί | να έχουν προστατευτεί | ||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προστατευμένος - είμαστε, είστε, είναι προστατευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προστατευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προστατευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προστατευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προστατευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προστατευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προστατευμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προστατεύω