κουρδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κουρδικά | ||
γενική | των | κουρδικών | ||
αιτιατική | τα | κουρδικά | ||
κλητική | κουρδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κουρδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουρδικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κουρδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) κουρδικές γλώσσες με τρεις βασικές ποικιλίες (βόρεια, κεντρικά και νότια κουρδικά)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κουρδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κουρδικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)