schützen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
schützen (de)
- (μεταβατικό) υπερασπίζομαι, προστατεύω, φρουρώ
- (μεταβατικό) καλύπτω
- (αυτοπαθές) προστατεύομαι