κράτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κράτος | τα | κράτη |
γενική | του | κράτους | των | κρατών |
αιτιατική | το | κράτος | τα | κράτη |
κλητική | κράτος | κράτη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κράτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κράτος (δύναμη, εξουσία)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κράτος ουδέτερο
- συγκροτημένη πολιτική οντότητα με συγκεκριμένα σύνορα
- Το κράτος της Ελλάδας καταλαμβάνει περίπου 132.000 τ.χμ.
- πολιτικά οργανωμένο σύνολο ανθρώπων (λαός) που είναι εγκατεστημένο μόνιμα σε μια καθορισμένη εδαφική έκταση (χώρα) και διοικείται από κυβέρνηση, εξουσία, κυριαρχία.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κράτος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κράτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κράτος | τὰ | κράτη - κράτεᾰ |
γενική | τοῦ | κράτους - κράτεος | τῶν | κρατῶν - κρατέων |
δοτική | τῷ | κράτει - κράτεῐ̈ | τοῖς | κράτεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | κράτος | τὰ | κράτη - κράτεα |
κλητική ὦ! | κράτος | κράτη - κράτεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κράτει - κράτεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κρατοῖν - κρατέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κράτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kret-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κράτος ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές[επεξεργασία]
- κράτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κράτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)