κράτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κράτος | τα | κράτη |
γενική | του | κράτους | των | κρατών |
αιτιατική | το | κράτος | τα | κράτη |
κλητική | κράτος | κράτη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κράτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κράτος (δύναμη, εξουσία)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkɾa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐τος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κράτος ουδέτερο
- συγκροτημένη πολιτική οντότητα με συγκεκριμένα σύνορα
- ⮡ Το κράτος της Ελλάδας καταλαμβάνει περίπου 132.000 τ.χμ.
- πολιτικά οργανωμένο σύνολο ανθρώπων (λαός) που είναι εγκατεστημένο μόνιμα σε μια καθορισμένη εδαφική έκταση (χώρα) και διοικείται από κυβέρνηση, εξουσία, κυριαρχία
- ※ Οι δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ των επιμέρους κοινωνιών των χωρικών είναι εξαιρετικά περιορισμένες, και ο συνδετικός κρίκος που συναρθρώνει όλες αυτές τις κοινωνίες σε ένα σύνολο δεν είναι άλλος από το κράτος, με τους πάγιους αλλά και περιστασιακούς μηχανισμούς του (Κώστας Κωστής, Ξανακοιτώντας την ιστορία του κράτους στην Ελλάδα (19ος - 21ος αιώνας), εκδ. Πατάκης, 2024)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
κρατ-
κρατ-
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κράτης στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -κρατής στο Βικιλεξικό
- κρατικός & Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κρατικο- στο Βικιλεξικό
επίσης
- καρτερία
- κραταιός & συγγενικά
- κρατίδιο
- κρατισμός
- κρατιστής
- -κράτορας όπως αυτοκράτορας, παντοκράτορας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
κράτος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κράτος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κράτος | τὰ | κράτη - κράτεᾰ |
γενική | τοῦ | κράτους - κράτεος | τῶν | κρατῶν - κρατέων |
δοτική | τῷ | κράτει - κράτεῐ̈ | τοῖς | κράτεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | κράτος | τὰ | κράτη - κράτεα |
κλητική ὦ! | κράτος | κράτη - κράτεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κράτει - κράτεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κρατοῖν - κρατέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]κράτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kret-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κράτος ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
κρατ-
κρατ-
παράγωγα και σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κρατής στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
επίσης
- ἐγκράτεια
- κραταιός & παράγωγα
- κρατερός / καρτερός & παράγωγα όπως κρατερόφρων, καρτερία
- Κρατῖνος
- Κράτιππος
- κράτιστος & παράγωγα όπως κρατιστεύω και ονόματα με Κρατ- Κρατε- Καρτί- Καρτί-
- κρατύς & παράγωγα όπως κρατύνω
→ δείτε και κρατέω / κρατῶ & παράγωγα όπως κράτησις, κράτημα, κ.λπ.
Πηγές
[επεξεργασία]- κράτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κράτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)