κρατούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρατούμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρατούμενος, μετοχή ενεστώτα μεσοπαθητικής φωνής του συνηρημένου κρατῶ /μετοχή ενεστώτα του ρήματος κρατούμαι, παθητική φωνή του ρήματος κρατώ
Μετοχή[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κρατούμενος | η | κρατούμενη | το | κρατούμενο |
γενική | του | κρατούμενου | της | κρατούμενης | του | κρατούμενου |
αιτιατική | τον | κρατούμενο | την | κρατούμενη | το | κρατούμενο |
κλητική | κρατούμενε | κρατούμενη | κρατούμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κρατούμενοι | οι | κρατούμενες | τα | κρατούμενα |
γενική | των | κρατούμενων | των | κρατούμενων | των | κρατούμενων |
αιτιατική | τους | κρατούμενους | τις | κρατούμενες | τα | κρατούμενα |
κλητική | κρατούμενοι | κρατούμενες | κρατούμενα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση των ουσιαστικοποιημένων. | ||||||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κρατούμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που κρατείται, που βρίσκεται υπό κράτηση
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρατούμενος | οι | κρατούμενοι |
γενική | του | κρατούμενου & κρατουμένου |
των | κρατούμενων & κρατουμένων |
αιτιατική | τον | κρατούμενο | τους | κρατούμενους & κρατουμένους |
κλητική | κρατούμενε | κρατούμενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συγκρίνετε με τη κλίσης της μετοχής κρατούμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κρατούμενος αρσενικό (θηλυκό κρατούμενη, παρωχημένο: κρατουμένη)
- αυτός που κρατείται από τις αστυνομικές αρχές
- ο φυλακισμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
κρατούμενος, -η, -ον
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)