κρατούμενη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρατούμενη | οι | κρατούμενες |
γενική | της | κρατούμενης | των | κρατούμενων |
αιτιατική | την | κρατούμενη | τις | κρατούμενες |
κλητική | κρατούμενη | κρατούμενες | ||
Συγκρίνετε την κλίση του ουσιαστικοποιημένου κρατουμένη με την κλίση της μετοχής στο κρατούμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρατούμενη < κρατούμεν(ος) + -η
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρατούμενη θηλυκό
- θηλυκό του κρατούμενος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
κρατούμενη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κρατούμενος