κρατούμενη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρατούμενη οι κρατούμενες
      γενική της κρατούμενης των κρατούμενων
    αιτιατική την κρατούμενη τις κρατούμενες
     κλητική κρατούμενη κρατούμενες
Συγκρίνετε την κλίση του ουσιαστικοποιημένου κρατουμένη
με την κλίση της μετοχής στο κρατούμενος.
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρατούμενη < κρατούμεν(ος) +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρατούμενη θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

κρατούμενη