παράνομα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παράνομα ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράνομα
→ δείτε τις λέξεις επώνυμο και παρατσούκλι |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]παράνομα ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράνομα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παράνομα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παράνομο