πρό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρό < αρχαία πρόθεση πιθανόν συγγενής με τη λατινικό per και το σανσκριτικό par <ίσως από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα per που εικάζεται ότι προϋπήρξε
Πρόθεση[επεξεργασία]
πρό
- τοπική έννοια, μπροστά σε ένα χώρο
- πρό τειχέων, πρό δόμων
- τὴν πρό τοῦ Ἡραίου νῆσον (το νησί πριν το Ηραίο ή έξω από το Ηραίο, μπροστά του)
- για προσδιορισμό απόστασης
- πρό τριάκοντα σταδίων
- για προσανατολισμό
- πρό ἑσπέρης τοῦ βωμοῦ (στα δυτικά του βωμού)
- για να δειχθεί ότι κάποιος προπορεύεται
- πρό δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῶν κύνες ἤϊσαν (προηγοούνταν σκύλοι που ιχνηλατούσαν)
- πρό ὁδοῦ ἐγένοντο (προπορεύονταν, πιο μπροστά τους στο δρόμο..)
- χρονική έννοια, πριν από ένα γεγονός
- πρό τοῦ θανεῖν
- ὁ πρό τοῦ χρόνος
- πρό τριάκοντα ἡμερῶν (μεταγενέστερη η χρήση με αριθμητικά)
- υπερασπιστική έννοια ή προτίμηση ή εκτίμηση
- πρό τῆς Σπάρτης ἀποθνῄσκειν (για τη Σπάρτη)
- κέρδος αἰνῆσαι πρό δίκας (το κέρδος πάνω από το δίκαιο)
- πρό πολλοῦ ποιήσασθαι (όταν κάτι θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γῆν πρό γῆς ἐλαύνομαι (από τόπο σε τόπο..)
- διώκειν γῆν πρό γῆς (παντού)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Με άλλη πρόθεση, την ισχυροποιεί
|
στα ουσιαστικά |
στα επίθετα |
στα ρήματα
|
στα ρήματα επίσης δείχνει
|