πρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρό < αρχαία πρόθεση πιθανόν συγγενής με τη λατινικό per και το σανσκριτικό par <ίσως από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα per που εικάζεται ότι προϋπήρξε

Πρόθεση[επεξεργασία]

πρό

  1. τοπική έννοια, μπροστά σε ένα χώρο
    πρό τειχέων, πρό δόμων
    τὴν πρό τοῦ Ἡραίου νῆσον (το νησί πριν το Ηραίο ή έξω από το Ηραίο, μπροστά του)
  2. για προσδιορισμό απόστασης
    πρό τριάκοντα σταδίων
  3. για προσανατολισμό
    πρό ἑσπέρης τοῦ βωμοῦ (στα δυτικά του βωμού)
  4. για να δειχθεί ότι κάποιος προπορεύεται
    πρό δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῶν κύνες ἤϊσαν (προηγοούνταν σκύλοι που ιχνηλατούσαν)
    πρό ὁδοῦ ἐγένοντο (προπορεύονταν, πιο μπροστά τους στο δρόμο..)
  5. χρονική έννοια, πριν από ένα γεγονός
    πρό τοῦ θανεῖν
    πρό τοῦ χρόνος
    πρό τριάκοντα ἡμερῶν (μεταγενέστερη η χρήση με αριθμητικά)
  6. υπερασπιστική έννοια ή προτίμηση ή εκτίμηση
    πρό τῆς Σπάρτης ἀποθνῄσκειν (για τη Σπάρτη)
    κέρδος αἰνῆσαι πρό δίκας (το κέρδος πάνω από το δίκαιο)
    πρό πολλοῦ ποιήσασθαι (όταν κάτι θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • γῆν πρό γῆς ἐλαύνομαι (από τόπο σε τόπο..)
  • διώκειν γῆν πρό γῆς (παντού)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Με άλλη πρόθεση, την ισχυροποιεί

  • ἀποπρό
  • διαπρό
  • ἐπιπρό
  • περιπρό
  • προπρό

στα ουσιαστικά

  1. το μπροστινό
    πρόδομος
    προπύλαια
  2. υψηλότερη θέση
    πρόεδρος
    πρόλογος
    προοίμιο
    προπάτωρ
    αντιπροσώπευση
    πρόξενος

στα επίθετα

  1. εγγύτητα και ετοιμότητα
    πρόχειρος
    πρόθυμος
  2. κάτι που χρονικά δεν έχει ωριμάσει
    πρώιμο
    πρόμοιρος
    πρόωρος

στα ρήματα

  1. προτάσσω, υπερασπίζομαι, προτιμώ
    προβάλλω
    προφέρω
    προτίθημι
    προμάχομαι
    πρόκειμαι
    προαιρούμαι

στα ρήματα επίσης δείχνει

  1. το χρονικά προγενέστερο
    προαισθάνομαι
    προκαταλαμβάνω
    προηγούμαι
  2. αυτό που γινεται δημοσίως (μπροστά στο κοινό)
    προγράφω
    προαγορεύω


Δείτε επίσης: προ, προ παντός