προγράφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προγράφω < αρχαία ελληνική προγράφω ((σημασιολογικό δάνειο) (λατινικά) proscribo)
Ρήμα
[επεξεργασία]προγράφω
- διώκω τους πολιτικούς αντιπάλους ή τους καταδικάζω χωρίς δίκη
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προγράφω | προέγραφα | θα προγράφω | να προγράφω | προγράφοντας | |
β' ενικ. | προγράφεις | προέγραφες | θα προγράφεις | να προγράφεις | πρόγραφε | |
γ' ενικ. | προγράφει | προέγραφε | θα προγράφει | να προγράφει | ||
α' πληθ. | προγράφουμε | προγράφαμε | θα προγράφουμε | να προγράφουμε | ||
β' πληθ. | προγράφετε | προγράφατε | θα προγράφετε | να προγράφετε | προγράφετε | |
γ' πληθ. | προγράφουν(ε) | προέγραφαν προγράφαν(ε) |
θα προγράφουν(ε) | να προγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προέγραψα | θα προγράψω | να προγράψω | προγράψει | ||
β' ενικ. | προέγραψες | θα προγράψεις | να προγράψεις | πρόγραψε | ||
γ' ενικ. | προέγραψε | θα προγράψει | να προγράψει | |||
α' πληθ. | προγράψαμε | θα προγράψουμε | να προγράψουμε | |||
β' πληθ. | προγράψατε | θα προγράψετε | να προγράψετε | προγράψτε | ||
γ' πληθ. | προέγραψαν προγράψαν(ε) |
θα προγράψουν(ε) | να προγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προγράψει | είχα προγράψει | θα έχω προγράψει | να έχω προγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις προγράψει | είχες προγράψει | θα έχεις προγράψει | να έχεις προγράψει | έχε προγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει προγράψει | είχε προγράψει | θα έχει προγράψει | να έχει προγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε προγράψει | είχαμε προγράψει | θα έχουμε προγράψει | να έχουμε προγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε προγράψει | είχατε προγράψει | θα έχετε προγράψει | να έχετε προγράψει | έχετε προγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν προγράψει | είχαν προγράψει | θα έχουν προγράψει | να έχουν προγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προγραμμένο |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]προγράφω
- γράφω προηγουμένως ή πιο πάνω
- γνωστοποιώ δημόσια
- καταδικάζω φυγόδικο σε θάνατο και δημεύω την περιουσία του