προγράφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προγράφω < αρχαία ελληνική προγράφω ((σημασιολογικό δάνειο) (λατινικά) proscribo)

προγράφω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προγράφω < πρό + γράφω

προγράφω

  1. γράφω προηγουμένως ή πιο πάνω
  2. γνωστοποιώ δημόσια
  3. καταδικάζω φυγόδικο σε θάνατο και δημεύω την περιουσία του