outlaw
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
outlaw | outlaws |
outlaw (en)
- ο παράνομος, άτομο που ζει σε παρανομία, που διώκεται από το νόμο και διαφεύγει
- ⮡ The city became a haven for outlaws.
- Η πόλη έγινε καταφύγιο παρανόμων.
- ⮡ The city became a haven for outlaws.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | outlaw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | outlaws |
αόριστος | outlawed |
παθητική μετοχή | outlawed |
ενεργητική μετοχή | outlawing |
outlaw (en)