outlaw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
outlaw (en)
- o παράνομος, ο εκτός νόμου
Ρήμα[επεξεργασία]
outlaw (en)
outlaw (en)
outlaw (en)