Μετάβαση στο περιεχόμενο

outlaw

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
outlaw < out- + law

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
outlaw outlaws

outlaw (en)

  • ο παράνομος, άτομο που ζει σε παρανομία, που διώκεται από το νόμο και διαφεύγει
      The city became a haven for outlaws.
    Η πόλη έγινε καταφύγιο παρανόμων.
ενεστώτας outlaw
γ΄ ενικό ενεστώτα outlaws
αόριστος outlawed
παθητική μετοχή outlawed
ενεργητική μετοχή outlawing

outlaw (en)