νόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νομός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νόμος οι νόμοι
      γενική του νόμου των νόμων
    αιτιατική τον νόμο τους νόμους
     κλητική νόμε νόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόμος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νό‐μος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νόμος αρσενικό

  1. υποχρεωτικός κανόνας δικαίου που εφαρμόζεται σε μια κρατική οντότητα, αφού θεσμοθετηθεί από τα αρμόδια νομοθετικά σώματα
    στην Ελλάδα οι νόμοι δεν ισχύουν πριν δημοσιευτούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
  2. το σύνολο των γραπτών κανόνων δικαίου που ισχύουν σε ένα κράτος, η νομοθεσία
    ο ελληνικός νόμος
  3. ηθικός κανόνας που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων
    άγραφος νόμος
  4. (επιστήμες) γενική διατύπωση, συχνά μια μαθηματική σχέση, που αφορά στα φυσικά φαινόμενα και περιγράφει την αιτιώδη σχέση μεταξύ των διαφόρων φυσικών μεγεθών

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

νομοθέτης νομογραφία νομοδιδασκαλος δημοσιονομικό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νόμος οἱ νόμοι
      γενική τοῦ νόμου τῶν νόμων
      δοτική τῷ νόμ τοῖς νόμοις
    αιτιατική τὸν νόμον τοὺς νόμους
     κλητική ! νόμε νόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νόμω
γεν-δοτ τοῖν  νόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νόμος < νέμειν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νόμος αρσενικό

  1. νόμος
  2. συνήθεια
  3. αποτέλεσμα νομής, διανομή, μερισμός

Πηγές[επεξεργασία]