νόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νόμος | οι | νόμοι |
γενική | του | νόμου | των | νόμων |
αιτιατική | τον | νόμο | τους | νόμους |
κλητική | νόμε | νόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόμος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νό‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νόμος αρσενικό
- υποχρεωτικός κανόνας δικαίου που εφαρμόζεται σε μια κρατική οντότητα, αφού θεσμοθετηθεί από τα αρμόδια νομοθετικά σώματα
- στην Ελλάδα οι νόμοι δεν ισχύουν πριν δημοσιευτούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
- το σύνολο των γραπτών κανόνων δικαίου που ισχύουν σε ένα κράτος, η νομοθεσία
- ο ελληνικός νόμος
- ηθικός κανόνας που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων
- άγραφος νόμος
- (επιστήμες) γενική διατύπωση, συχνά μια μαθηματική σχέση, που αφορά στα φυσικά φαινόμενα και περιγράφει την αιτιώδη σχέση μεταξύ των διαφόρων φυσικών μεγεθών
[επεξεργασία]
νομοθέτης νομογραφία νομοδιδασκαλος δημοσιονομικό
Σύνθετα[επεξεργασία]
- νομοδιδάσκαλος
- νομοθεσία
- νομοθέτης
- νομομαθής
- νομοσχέδιο
- νομοτελεστικός
- παράνομος
- σύννομος
- τρομονόμος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- άγραφος νόμος
- γράμμα του νόμου
- θείος νόμος
- νόμος της ζούγκλας
- νόμος του Μέρφι
- παραθυράκι του νόμου
- σκληρός νόμος αλλά νόμος
- στρατιωτικός νόμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νόμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | νόμος | οἱ | νόμοι |
γενική | τοῦ | νόμου | τῶν | νόμων |
δοτική | τῷ | νόμῳ | τοῖς | νόμοις |
αιτιατική | τὸν | νόμον | τοὺς | νόμους |
κλητική ὦ! | νόμε | νόμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νόμος < νέμειν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νόμος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- νόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ νόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)