νομοθεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομοθεσία < αρχαία ελληνική νομοθεσία < νομοθέτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομοθεσία θηλυκό
- ένα σύνολο νόμων που αποδίδονται σε έναν νομοθέτη
- η νομοθεσία του Σόλωνα
- ένα σύνολο νόμων που αφορούν σε έναν τομέα ή γενικότερα το σύνολο των ισχυόντων νόμων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομοθεσία