συνήθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνήθεια οι συνήθειες
      γενική της συνήθειας των συνηθειών
    αιτιατική τη συνήθεια τις συνήθειες
     κλητική συνήθεια συνήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνήθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνήθεια < συνήθης. Συγκρίνετε με το συνήθειο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siˈni.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νή‐θει‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνήθεια θηλυκό

  1. συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και, συνήθως, όχι συνειδητά
    το κάπνισμα είναι κακιά συνήθεια
  2. παγιωμένος και μη υποχρεωτικός τρόπος συμπεριφοράς των μελών μεγαλύτερης ή μικρότερης ομάδας, έθιμο
    τοπική συνήθεια

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη συνήθης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]