συνήθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνήθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνήθεια < συνήθης. Συγκρίνετε με το συνήθειο.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siˈni.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νή‐θει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνήθεια θηλυκό
- συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και, συνήθως, όχι συνειδητά
- ↪ το κάπνισμα είναι κακιά συνήθεια
- παγιωμένος και μη υποχρεωτικός τρόπος συμπεριφοράς των μελών μεγαλύτερης ή μικρότερης ομάδας, έθιμο
- ↪ τοπική συνήθεια
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη συνήθης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνήθεια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)