συνήθως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνήθως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνήθως[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siˈni.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νή‐θως
Επίρρημα[επεξεργασία]
συνήθως
- τις περισσότερες φορές (όχι όμως πάντα) (για κάτι που συμβαίνει συχνά ή που συνηθίζεται)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνήθως
[επεξεργασία]
- ↑ συνήθως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.