πάντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάντα < μεσαιωνική ελληνική πάντα < αρχαία ελληνική πᾶς (αιτιατική: πάντα) > διά παντός χρόνου (συνεχώς, όλη την ώρα)
Επίρρημα[επεξεργασία]
πάντα χρονικό
- πάντοτε, διαρκώς, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου
- πάντα οι άνθρωποι ένιωθαν δέος για το άγνωστο
- πάντοτε, κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση
- να εξετάζετε πάντα την ημερομηνία λήξεως των προϊόντων που αγοράζετε
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάντα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
πάντα θηλυκό
- η πλευρά
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
πάντα ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πάντα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πάντα
- παν, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)