πάντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpan.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐ντα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- πάντα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πάντα < αρχαία ελληνική πᾶς (αιτιατική: πάντα) > διά παντός χρόνου (συνεχώς, όλη την ώρα)
Επίρρημα[επεξεργασία]
πάντα (χρονικό επίρρημα)
- πάντοτε, διαρκώς, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου
- ↪ πάντα οι άνθρωποι ένιωθαν δέος για το άγνωστο
- πάντοτε, κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση
- ↪ να εξετάζετε πάντα την ημερομηνία λήξεως των προϊόντων που αγοράζετε
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάντα
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- πάντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική banda
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάντα θηλυκό
- άλλη μορφή του μπάντα, η πλευρά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάντα
|
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
- πάντα < (άμεσο δάνειο) αγγλική panda < από μια γλώσσα του Νεπάλ

Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
πάντα ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) είδος αρκούδας που ζει στην Κίνα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
πάντα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 4[επεξεργασία]
- πάντα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πάντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παν
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
πάντα
- αιτιατική ενικού του πᾶς, αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πᾶν, ουδέτερο του πᾶς
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρονικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)