πλευρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλευρά οι πλευρές
      γενική της πλευράς των πλευρών
    αιτιατική την πλευρά τις πλευρές
     κλητική πλευρά πλευρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σχήμα με τέσσερις πλευρές
η μπροστινή πλευρά μιας εκκλησίας
ανθρώπινες πλευρές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pleˈvɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλευ‐ρά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

πλευρά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλευρά. Δείτε και τον παράλληλο τύπο το πλευρό (ουδέτερο).

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλευρά θηλυκό

  1. (γεωμετρία) ένα ευθύγραμμο τμήμα ενός επίπεδου γεωμετρικού σχήματος
    ο κύκλος δεν έχει πλευρές
  2. (γεωμετρία) ένα επίπεδο τμήμα της εξωτερικής επιφάνειας ενός στερεού σώματος
    πόσες πλευρές έχει ένας κύλινδρος;
    → δείτε και τη λέξη έδρα
  3. το μέρος της εξωτερικής επιφάνειας ενός στερεού σώματος που φαίνεται από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία
    η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης
  4. η μία από τις δύο περιοχές μίας επιφάνειας ή χώρου που ορίζονται από μία (νοητή) γραμμή
    στην Κύπρο οδηγούν στη δεξιά πλευρά του δρόμου
    κατευθυνθείτε προς τη δεξιά πλευρά του πλοίου
  5. (μεταφορικά) οπτική γωνία, άποψη, όψη
    να δούμε όλες τις πλευρές του θέματος
  6. (μεταφορικά) η αντίθετη άποψη
    οφείλεις πάντα να ακούς και την άλλη πλευρά
  7. (ανατομία) καθένα από τα οστά που βρίσκονται στο πλάγιο μέρος του θώρακα των θηλαστικών ζώων
     συνώνυμα: παΐδι, πλευρό (ουδέτερο)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πλευρό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

πλευρά: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πλευρά ουδέτερο στον πληθυντικό

Αναφορές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλευρᾱ́ αἱ πλευραί
      γενική τῆς πλευρᾶς τῶν πλευρῶν
      δοτική τῇ πλευρ ταῖς πλευραῖς
    αιτιατική τὴν πλευρᾱ́ν τὰς πλευρᾱ́ς
     κλητική ! πλευρᾱ́ πλευραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλευρᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πλευραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλευρά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλευρά, -ᾶς θηλυκό (σπάνια απαντά στον ενικό αριθμό)

  1. (ανατομία) πλευρά, πλευρό, παΐδι
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 931 (930-931)
    ὁρῶμεν αὐτὴν ἀμφιπλῆγι φασγάνῳ | πλευρὰν ὑφ᾽ ἧπαρ καὶ φρένας πεπληγμένην.
    τη βρίσκομε να ᾽χει βαθιά μπηγμένο | στα πλευρά δίκοπο μαχαίρι, κάτω απ᾽ το συκώτι και το φράχτη.
    Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 926 (925-926)
    ἐκ δ᾽ ἐλώπισεν | πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ᾽ εὐώνυμον.
    και γύμνωσ᾽ | όλη την αριστερή της πλευρά, ώς τον ώμο επάνω.
    Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
     συνώνυμα: πλευρόν
  2. (ανατομία) (στον πληθυντικό, για ανθρώπους και ζώα) τα πλευρά
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 10 (10-11)
    ἄλλοτ᾽ ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε | ὕπτιος, ἄλλοτε δὲ πρηνής·
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 232 (230-232)
    αἴ κ᾽ ἔλθῃ πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο, | πολλά οἱ ἀμφὶ κάρη σφέλα ἀνδρῶν ἐκ παλαμάων | πλευραὶ ἀποτρίψουσι δόμον κάτα βαλλομένοιο.»
    ας το τολμήσει μόνο να τρυπώσει στο αρχοντικό του θεϊκού Οδυσσέα· | από παλάμες αντρικές θα πέσουν στο κεφάλι του | πολλά σκαμνιά, θα σπάσουν τα πλευρά του οι βολές που θα τον βρούνε μέσα στο παλάτι.»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  3. (για πράγματα και τόπους) μέρος, πλευρά
  4. (για στράτευμα) μέρος, πλευρά
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 3, 4.22
    ὁπότε δὲ διάσχοιεν αἱ πλευραὶ τοῦ πλαισίου, τὸ μέσον ἂν ἐξεπίμπλασαν, εἰ μὲν στενότερον εἴη τὸ διέχον, κατὰ λόχους, εἰ δὲ πλατύτερον, κατὰ πεντηκοστῦς, εἰ δὲ πάνυ πλατύ, κατ᾽ ἐνωμοτίας·
    Όταν χωρίζονταν οι δυο πλευρές του πλαισίου, γέμιζαν το άδειο μέρος με στρατιώτες που τους έβαζαν κατά λόχους, αν ήταν κάπως στενό το διάστημα, πενήντα πενήντα αν ήταν πιο πλατύ και σε ενωμοτίες αν ήταν πολύ πλατύ.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  5. σελίδα βιβλίου
  6. (στα μαθηματικά) ο ένας από τους παράγοντες γινομένου
  7. (στα μαθηματικά) τετραγωνική ή κυβική ρίζα αριθμού
  8. (ελληνιστική σημασία) (χριστιανισμός) η σύζυγος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα πλευρι-

θέμα πλευρο-

θέμα πλευρω-

Πηγές[επεξεργασία]