πλευρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλευρά | οι | πλευρές |
γενική | της | πλευράς | των | πλευρών |
αιτιατική | την | πλευρά | τις | πλευρές |
κλητική | πλευρά | πλευρές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |



Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pleˈvɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλευ‐ρά
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- πλευρά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλευρά. Δείτε και τον παράλληλο τύπο το πλευρό (ουδέτερο).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλευρά θηλυκό
- (γεωμετρία) ένα ευθύγραμμο τμήμα ενός επίπεδου γεωμετρικού σχήματος
- ↪ ο κύκλος δεν έχει πλευρές
- (γεωμετρία) ένα επίπεδο τμήμα της εξωτερικής επιφάνειας ενός στερεού σώματος
- το μέρος της εξωτερικής επιφάνειας ενός στερεού σώματος που φαίνεται από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία
- ↪ η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης
- η μία από τις δύο περιοχές μίας επιφάνειας ή χώρου που ορίζονται από μία (νοητή) γραμμή
- ↪ στην Κύπρο οδηγούν στη δεξιά πλευρά του δρόμου
- ↪ κατευθυνθείτε προς τη δεξιά πλευρά του πλοίου
- (μεταφορικά) οπτική γωνία, άποψη, όψη
- ↪ να δούμε όλες τις πλευρές του θέματος
- (μεταφορικά) η αντίθετη άποψη
- ↪ οφείλεις πάντα να ακούς και την άλλη πλευρά
- (ανατομία) καθένα από τα οστά που βρίσκονται στο πλάγιο μέρος του θώρακα των θηλαστικών ζώων
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη πλευρό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- πλευρά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
πλευρά ουδέτερο στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλευρό
[επεξεργασία]
- ↑ πλευρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)