σχήμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχήμα τα σχήματα
      γενική του σχήματος των σχημάτων
    αιτιατική το σχήμα τα σχήματα
     κλητική σχήμα σχήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
(βάσεις δεδομένων) Το σχήμα μιάς σχέσης (relation) R(A1...An), όπου R, το όνομα τής σχέσης και A1...An, τα γνωρίσματά της (attributes)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σχήμα < αρχαία ελληνική σχῆμα < ἔχω (σε κάποιες σημασίες ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Format)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsçi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχή‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σχήμα ουδέτερο

  1. η μορφή ενός πράγματος ή σώματος, το εξωτερικό του περίγραμμα
  2. (γεωμετρία) η μορφή, η περίμετρος ενός σχεδιάσματος ή η εξωτερική επιφάνεια στερεού σώματος
  3. το σχέδιο
  4. (τυπογραφία) οι στάνταρντ διαστάσεις ενός εντύπου, το πρότυπο
  5. (μεταφορικά) η συνεργασία ή συνδυασμός δύο ή περισσότερων ατόμων για κάποιο σκοπό
    μουσικό σχήμα
  6. (διαδίκτυο) scheme: το τμήμα μίας διεύθυνσης URL που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή το είδος του πόρου (πχ. file)
  7. (βάσεις δεδομένων) schema: (στο σχεσιακό μοντέλο) έχει δύο έννοιες:
    1. → δείτε σχήμα σχέσης
    2. η περιγραφή του συνόλου των σχέσεων / οντοτήτων ενός σχεσιακού μοντέλου ή μιάς σχεσιακής βάσης δεδομένων (βλ. και διάγραμμα οντοτήτων συσχετίσεων)
      ※  το σχήμα μιας σχεσιακής βάσης δεδομένων είναι μια συλλογή από σχήματα σχέσεων[1]
  8. (θρησκεία)
    1. το ράσο
    2. το αξίωμα του μοναχού ή κληρικού

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ευαγγελία Πιτουρά, «Το Σχεσιακό Μοντέλο και η Σχεσιακή Άλγεβρα», σελ. 43-44, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προσπέλαση 2020-02-04