κληρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κληρικός οι κληρικοί
      γενική του κληρικού των κληρικών
    αιτιατική τον κληρικό τους κληρικούς
     κλητική κληρικέ κληρικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας καθολικός κληρικός.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κληρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κληρικός (που έχει σχέση με κληρονομιές, επίθετο) < αρχαία ελληνική κλῆρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κληρικός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κληρος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κληρικός κληρική τὸ κληρικόν
      γενική τοῦ κληρικοῦ τῆς κληρικῆς τοῦ κληρικοῦ
      δοτική τῷ κληρικ τῇ κληρικ τῷ κληρικ
    αιτιατική τὸν κληρικόν τὴν κληρικήν τὸ κληρικόν
     κλητική ! κληρικέ κληρική κληρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κληρικοί αἱ κληρικαί τὰ κληρικᾰ́
      γενική τῶν κληρικῶν τῶν κληρικῶν τῶν κληρικῶν
      δοτική τοῖς κληρικοῖς ταῖς κληρικαῖς τοῖς κληρικοῖς
    αιτιατική τοὺς κληρικούς τὰς κληρικᾱ́ς τὰ κληρικᾰ́
     κλητική ! κληρικοί κληρικαί κληρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κληρικώ τὼ κληρικᾱ́ τὼ κληρικώ
      γεν-δοτ τοῖν κληρικοῖν τοῖν κληρικαῖν τοῖν κληρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κληρικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κλῆρ(ος) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

κληρικός, -ή, -όν (χωρίς παραθετικά)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]