λαϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λαϊκός | η | λαϊκή | το | λαϊκό |
γενική | του | λαϊκού | της | λαϊκής | του | λαϊκού |
αιτιατική | τον | λαϊκό | τη | λαϊκή | το | λαϊκό |
κλητική | λαϊκέ | λαϊκή | λαϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λαϊκοί | οι | λαϊκές | τα | λαϊκά |
γενική | των | λαϊκών | των | λαϊκών | των | λαϊκών |
αιτιατική | τους | λαϊκούς | τις | λαϊκές | τα | λαϊκά |
κλητική | λαϊκοί | λαϊκές | λαϊκά | |||
Λαϊκότροπος τύπος θηλυκού: λαϊκιά (μόνο για γυναίκες) | ||||||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λαϊκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λαϊκός < αρχαία ελληνική λαός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική populaire
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /la.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ϊ‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]λαϊκός, -ή, -ό
- που προέρχεται από το λαό ή ανήκει ή αναφέρεται σε αυτόν
- ⮡ λαϊκή κυριαρχία (η κυριαρχία που ανήκει στο σύνολο του λαού)
- ⮡ λαϊκός άνθρωπος (που προέρχεται από τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα)
- → δείτε και τη λέξη λαϊκότροπος
- (σε σχέση με την εκκλησία) που δεν ανήκει στον κλήρο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- λαϊκάντζα
- λαϊκή (ουσιαστικό)
- λαϊκίζω
- λαϊκισμός
- λαϊκιστής - λαϊκίστρια
- λαϊκιστικός
- λαϊκότητα
- λαϊκούρα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που προέρχεται από το λαό και απευθύνεται στον μέσο άνθρωπο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαϊκός | οι | λαϊκοί |
γενική | του | λαϊκού | των | λαϊκών |
αιτιατική | τον | λαϊκό | τους | λαϊκούς |
κλητική | λαϊκέ | λαϊκοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
λαϊκός αρσενικό
- (θρησκεία) ο μη κληρικός, που δεν έχει χειροτονηθεί σε κανένα βαθμό ιεροσύνης
Πηγές
[επεξεργασία]- λαϊκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λαϊκός | ἡ | λαϊκή | τὸ | λαϊκόν |
γενική | τοῦ | λαϊκοῦ | τῆς | λαϊκῆς | τοῦ | λαϊκοῦ |
δοτική | τῷ | λαϊκῷ | τῇ | λαϊκῇ | τῷ | λαϊκῷ |
αιτιατική | τὸν | λαϊκόν | τὴν | λαϊκήν | τὸ | λαϊκόν |
κλητική ὦ! | λαϊκέ | λαϊκή | λαϊκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | λαϊκοί | αἱ | λαϊκαί | τὰ | λαϊκᾰ́ |
γενική | τῶν | λαϊκῶν | τῶν | λαϊκῶν | τῶν | λαϊκῶν |
δοτική | τοῖς | λαϊκοῖς | ταῖς | λαϊκαῖς | τοῖς | λαϊκοῖς |
αιτιατική | τοὺς | λαϊκούς | τὰς | λαϊκᾱ́ς | τὰ | λαϊκᾰ́ |
κλητική ὦ! | λαϊκοί | λαϊκαί | λαϊκᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαϊκώ | τὼ | λαϊκᾱ́ | τὼ | λαϊκώ |
γεν-δοτ | τοῖν | λαϊκοῖν | τοῖν | λαϊκαῖν | τοῖν | λαϊκοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
[επεξεργασία]- λαϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)