popular
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | popular |
συγκριτικός | more popular |
υπερθετικός | most popular |
Επίθετο
[επεξεργασία]popular (en)
- δημοφιλής
- ↪ Spanish is a popular language.
- Τα ισπανικά είναι μια δημοφιλής γλώσσα.
- ↪ Spanish is a popular language.
- δημώδης, κοινός, μη λόγιος, μη επιστημονικός