δημοφιλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοφιλής < ελληνιστική κοινή < δῆμος + φιλέω (αυτός που τον αγαπά ο λαός)
Επίθετο[επεξεργασία]
δημοφιλής, -ής, -ές
- δημοφιλές άθλημα