κόσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόσμος | οι | κόσμοι |
γενική | του | κόσμου | των | κόσμων |
αιτιατική | τον | κόσμο | τους | κόσμους |
κλητική | κόσμε | κόσμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόσμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόσμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐σμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόσμος αρσενικό
- το σύμπαν
- ο πλανήτης Γη
- οι άνθρωποι, η κοινωνία
- οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων
- οι καλεσμένοι
- τα εγκόσμια κατ' αντιδιαστολή προς τον μοναχισμό
- (παρωχημένο) στολίδι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- από καταβολής κόσμου: από τότε που υπάρχει ο κόσμος, από την αρχή
- έφαγα τον κόσμο: έψαξα πολύ για να βρω (κάτι)
- ζει σε άλλον κόσμο: είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
- ζει στον κόσμο του: είναι ξεκομμένος από την πραγματικότητα
- χαλάει ο κόσμος : γίνεται μεγάλη φασαρία, γίνονται επεισόδια
Παροιμίες[επεξεργασία]
- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται: ενώ γίνονται γεγονότα που επαπειλούν τη ζωή κάποιου, αυτός ασχολείται με πράγματα άσχετα και δευτερεύοντα
- ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι: συνήθως λέγεται ειρωνικά για κάποιον που νομίζει ότι είναι κάτοχος ενός μεγάλου μυστικού, ενώ το ξέρει όλος ο κόσμος.
[επεξεργασία]
όπως |
όπως |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το σύμπαν
η Γη
οι άνθρωποι, η κοινωνία
Πηγές[επεξεργασία]
- «κόσμος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόσμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόσμος αρσενικό
- η τάξη (η κατάσταση κατά την οποία κάθε τι είναι τακτοποιημένο στη θέση του)
- η καλή συμπεριφορά
- η σωστή διακυβέρνηση
- το στολίδι, η διακόσμηση
- (πληθυντικός) τα στολίδια
- τα κοσμητικά στοιχεία του λόγου, πχ τα κοσμητικά επίθετα
- (μεταφορικά) η τιμή, κάτι το τιμητικό
- ↪ γυναιξί κόσμον ἡ σιγὴ φέρει
- "άρχοντας", τίτλος ανώτερων αξιωματούχων στην Κρήτη
- ο κόσμος, το σύμπαν
- ο κόσμος, οι άνθρωποι ως σύνολο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
όπως
Πηγές[επεξεργασία]
- «κόσμος» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «κόσμος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «κόσμος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)