κοινωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοινωνία | οι | κοινωνίες |
γενική | της | κοινωνίας | των | κοινωνιών |
αιτιατική | την | κοινωνία | τις | κοινωνίες |
κλητική | κοινωνία | κοινωνίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνία < αρχαία ελληνική κοινωνία < κοινωνέω / κοινωνῶ < κοινός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινωνία θηλυκό
- σύνολο ανθρώπων που ζουν οργανωμένα και σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες
- στην αρχαιότητα υπήρχαν αρκετές μητριαρχικές κοινωνίες
- (λόγιο) η συμμετοχή
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ελευθεροκοινωνία
- ενδοεπικοινωνία
- επικοινωνία
- παλιοκοινωνία
- ραδιοεπικοινωνία
- ραδιοτηλεπικοινωνία
- συγκοινωνία
- τηλεπικοινωνία