Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοινωνικός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινωνικός η κοινωνική το κοινωνικό
      γενική του κοινωνικού της κοινωνικής του κοινωνικού
    αιτιατική τον κοινωνικό την κοινωνική το κοινωνικό
     κλητική κοινωνικέ κοινωνική κοινωνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινωνικοί οι κοινωνικές τα κοινωνικά
      γενική των κοινωνικών των κοινωνικών των κοινωνικών
    αιτιατική τους κοινωνικούς τις κοινωνικές τα κοινωνικά
     κλητική κοινωνικοί κοινωνικές κοινωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινωνικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοινωνικός και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική social ή sociable[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ci.no.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινωνικός

Επίθετο

[επεξεργασία]

κοινωνικός

  1. που αναφέρεται στην κοινωνία, το οργανωμένο σύνολο ανθρώπων
    οι οικονομικές συνθήκες οδήγησαν σε κοινωνική έκρηξη
  2. (για άτομα) εξωστρεφής και ομιλητικός, που έχει διάθεση για συναναστροφή και επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους
     συνώνυμα: ευκοινώνητος
     αντώνυμα: εσωστρεφής, μοναχικός, ακοινώνητος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κοινωνικός κοινωνική τὸ κοινωνικόν
      γενική τοῦ κοινωνικοῦ τῆς κοινωνικῆς τοῦ κοινωνικοῦ
      δοτική τῷ κοινωνικ τῇ κοινωνικ τῷ κοινωνικ
    αιτιατική τὸν κοινωνικόν τὴν κοινωνικήν τὸ κοινωνικόν
     κλητική ! κοινωνικέ κοινωνική κοινωνικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κοινωνικοί αἱ κοινωνικαί τὰ κοινωνικᾰ́
      γενική τῶν κοινωνικῶν τῶν κοινωνικῶν τῶν κοινωνικῶν
      δοτική τοῖς κοινωνικοῖς ταῖς κοινωνικαῖς τοῖς κοινωνικοῖς
    αιτιατική τοὺς κοινωνικούς τὰς κοινωνικᾱ́ς τὰ κοινωνικᾰ́
     κλητική ! κοινωνικοί κοινωνικαί κοινωνικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κοινωνικώ τὼ κοινωνικᾱ́ τὼ κοινωνικώ
      γεν-δοτ τοῖν κοινωνικοῖν τοῖν κοινωνικαῖν τοῖν κοινωνικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινωνικός < κοινων(ός) + -ικός

Επίθετο

[επεξεργασία]

κοινωνικός, -ος, -ον

  1. που ανήκει, αρμόζει ή αναφέρεται στην κοινωνία
  2. αυτός που απολαμβάνει τις συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός
      2ος κε αιώνας Ἀρριανός , Διατριβαί, Βιβλίον 1, Πρὸς Ἐπίκουρον
    Ἐπινοεῖ καὶ Ἐπίκουρος ὅτι φύσει ἐσμὲν κοινωνικοί, ἀλλ' ἅπαξ ἐν τῷ κελύφει θεὶς τὸ ἀγαθὸν ἡμῶν οὐκέτι δύναται ἄλλο οὐδὲν εἰπεῖν.
     συνώνυμα: εὐκοινώνητος
  3. που υπάρχει από κοινού ή ισχύει μεταξύ ανθρώπων
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης , Πολιτικά, Γ, 13, 3
    ὁμοίως δὲ φήσομεν δικαίως καὶ τὴν ἀρετὴν ἀμφισβητεῖν, κοινωνικὴν γὰρ ἀρετὴν εἶναί φαμεν τὴν δικαιοσύνην
  4. αυτός που κατέχεται από κοινού
      1ος αιώνας κε αιώνας, Πάρυρος BGU IV 1037, 14-15[1] (Καρανίς, Ἡρακλείδου Μερίς, Νόμος: Κροκοδειλόπολις)
    ...τῆς δὲ ἑτέρας σφραγῖδος γίτονες(*) νότου ἴσοδος(*) καὶ ἔξοδος τοῦ κοινωνικοῦ ἐλαιῶνος.
  5. αυτός που είναι πρόθυμος να μοιράσει το κέρδος με άλλους
  6. (με γενική πράγματος ή απόλυτο) μεταδοτικός, διανεμητικός, που αποδίδει και σε άλλους ένα μερίδιο των υπαρχόντων του
      2ος κε αιώνας Λουκιανός , Τίμων, 56
    καὶ τῶν ὄντων κοινωνικὸν οἶσθα γὰρ ὡς μᾶζα μὲν ἐμοὶ δεῖπνον ἱκανόν
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 2, 24 , 2
    καὶ τὸ κοινωνικὸν φάναι τὸν Ἑρμῆν εἶναι μάλιστα τῶν θεῶν: μόνος γὰρ καλεῖται κοινὸς Ἑρμῆς.
  7. (με δοτική) αυτός που βρίσκεται σε σχέση, σε επικοινωνία με κάποιον ή κάτι
  8. αυτός που μετέχει της χριστιανικής κοινωνίας
      6ος αιώνας κε αιώνας, Κοσμᾶς Ἰνδικοπλεύστης, Χριστιανική Τοπογραφία, Βιβλίο ζ΄, 68
    φίλος καὶ κοινωνικὸς τοῦ μακαρίου Βασιλείου

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]