εσωστρεφής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εσωστρεφής | η | εσωστρεφής | το | εσωστρεφές |
γενική | του | εσωστρεφούς* | της | εσωστρεφούς | του | εσωστρεφούς |
αιτιατική | τον | εσωστρεφή | την | εσωστρεφή | το | εσωστρεφές |
κλητική | εσωστρεφή(ς) | εσωστρεφής | εσωστρεφές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εσωστρεφείς | οι | εσωστρεφείς | τα | εσωστρεφή |
γενική | των | εσωστρεφών | των | εσωστρεφών | των | εσωστρεφών |
αιτιατική | τους | εσωστρεφείς | τις | εσωστρεφείς | τα | εσωστρεφή |
κλητική | εσωστρεφείς | εσωστρεφείς | εσωστρεφή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εσωστρεφής, -ής, -ές
- που στρέφεται προς τον εαυτό του, δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνικός και δεν εκδηλώνει εύκολα τα συναισθήματά του και δεν μοιράζεται εύκολα με τους άλλους τις σκέψεις του
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εσωστρεφής