εσωστρέφεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εσωστρέφεια < εσωστρεφής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.soˈstɾe.fi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εσωστρέφεια θηλυκό
- (ψυχολογία) η τάση ενός ατόμου να στρέφεται μάλλον προς τον εαυτό του παρά προς τους άλλους και τον εξωτερικό κόσμο, να εσωτερικεύει τα αισθήματά του, να αντλεί συγκινήσεις από τον εσωτερικό του κόσμο και να ασχολείται με αυτόν
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εσωστρέφεια