τάση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τάση | οι | τάσεις |
γενική | της | τάσης* | των | τάσεων |
αιτιατική | την | τάση | τις | τάσεις |
κλητική | τάση | τάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τάση < αρχαία ελληνική τάσις
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τάση θηλυκό
- εξέλιξη προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση
- κλίση, έφεση, ροπή, συμπεριφορική έλξη
- (φυσική) δύναμη που ασκείται εκατέρωθεν σε ένα σημείο ενός νήματος
- (ηλεκτρολογία) η ηλεκτρική τάση ή διαφορά δυναμικού
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τάση