κλίση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλίση | οι | κλίσεις |
γενική | της | κλίσης* | των | κλίσεων |
αιτιατική | την | κλίση | τις | κλίσεις |
κλητική | κλίση | κλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλίση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλίσις (ξάπλωμα) < κλίνω
- για τη σημασία «έφεση» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inclination[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλίση θηλυκό
- η ιδιότητα μιας μη οριζόντιας επιφάνειας
- ↪ H πλαγιά είχε μεγάλη κλίση και μας δυσκόλεψε πολύ στην ανάβαση.
- έφεση, ροπή
- ↪ Έχει κλίση στα μαθηματικά.
- (γραμματική) ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι ενός ονόματος, αντωνυμίας ή ρήματος
- (γραμματική) ομάδα ονομάτων με κοινές καταλήξεις και κοινό σχηματισμό των πτώσεων
- ↪ πρώτη κλίση
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιότητα επιπέδου
τάση, ροπή, έφεση
γραμματική - σχηματισμός ρηματικών τύπων
γραμματική - σχηματισμός πτώσεων
[επεξεργασία]
- ↑ κλίση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)