declension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]declension (en)
- (γραμματική) η κλίση (κατηγορία ονομάτων)
- nouns of the first declension - ουσιαστικά της πρώτης κλίσης
- (γραμματική) η κλίση (η ενέργεια με την οποία κλίνω ένα όνομα)