κλείσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε: κλείσει, κλήση, κλίση, κλύση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

κλείσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κλείνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλείνω
  3. θα κλείσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλείνω