κλήση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε: κλείσει, κλήση, κλίση, κλύση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλήση οι κλήσεις
      γενική της κλήσης* των κλήσεων
    αιτιατική την κλήση τις κλήσεις
     κλητική κλήση κλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλήσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλήση < αρχαία ελληνική κλῆσις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkli.si/

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλήση θηλυκό

  1. η πράξη του καλώ
  2. το έγγραφο που λαμβάνει κάποιος από κάποια αρχή ή δημόσια υπηρεσία, ώστε να προσέλθει σε αυτήν
    • (ειδικότερα) το νομικό έγγραφο με το οποίο καλούνται, μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα, ενώπιον του δικαστηρίου ή του ανακριτή, οι μάρτυρες για κατάθεση ή οι κατηγορούμενοι για απολογία ή για δίκη
    • (ειδικότερα) το έγγραφο της τροχαίας που λαμβάνει κάποιος, όταν έχει παραβεί κάποιον κανόνα οδικής κυκλοφορίας, με το οποίο καλείται να καταβάλει ένα πρόστιμο
  3. το ηχητικό ή φωτεινό σήμα μιας συσκευής επικοινωνίας που ενημερώνει τον χρήστη ή το χειριστή του να απαντήσει
  4. (συνεκδοχικά) το μήνυμα που μεταβιβάζεται σε κάποια υπηρεσία ή αρχή, προκειμένου να επέμβει ή να βοηθήσει
  5. (προγραμματισμός) η εντολή σε πρόγραμμα που καλεί για εκτέλεση ένα υποπρόγραμμασυνάρτηση), διαβιβάζει σε αυτό τις πραγματικές παραμέτρους και αναλαμβάνει την εκτέλεσή του η κεντρική μονάδα επεξεργασίας

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]