κλήση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλήση | οι | κλήσεις |
γενική | της | κλήσης & κλήσεως |
των | κλήσεων |
αιτιατική | την | κλήση | τις | κλήσεις |
κλητική | κλήση | κλήσεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλήση < αρχαία ελληνική κλῆσις
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλήση θηλυκό
- η πράξη του καλώ
- έγγραφο που λαμβάνει κάποιος από κάποια αρχή ή δημόσια υπηρεσία, ώστε να προσέλθει σε αυτήν
- (ειδικότερα) το νομικό έγγραφο με το οποίο καλούνται, μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα, ενώπιον του δικαστηρίου ή του ανακριτή, οι μάρτυρες για κατάθεση ή οι κατηγορούμενοι για απολογία ή για δίκη
- (ειδικότερα) το έγγραφο της τροχαίας που λαμβάνει κάποιος, όταν έχει παραβεί κάποιον κανόνα οδικής κυκλοφορίας, με το οποίο καλείται να καταβάλει ένα πρόστιμο
- το ηχητικό ή φωτεινό σήμα μιας συσκευής επικοινωνίας που ενημερώνει τον χρήστη ή το χειριστή του να απαντήσει
- (συνεκδοχικά) το μήνυμα που μεταβιβάζεται σε κάποια υπηρεσία ή αρχή, προκειμένου να επέμβει ή να βοηθήσει
- (προγραμματισμός) εντολή σε πρόγραμμα που καλεί για εκτέλεση ένα υποπρόγραμμα (ή συνάρτηση), διαβιβάζει σε αυτό τις πραγματικές παραμέτρους και αναλαμβάνει την εκτέλεσή του η κεντρική μονάδα επεξεργασίας
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλήση