πρόστιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρόστιμο | τα | πρόστιμα |
γενική | του | προστίμου | των | προστίμων |
αιτιατική | το | πρόστιμο | τα | πρόστιμα |
κλητική | πρόστιμο | πρόστιμα | ||
Και λαϊκότροπος πληθυντικός προστίματα | ||||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόστιμο < ελληνιστική κοινή πρόστιμον < αρχαία ελληνική πρός + τιμή < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷi-mā- < *kʷei- (πρόστιμο, αξία)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sti.mo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόστιμο ουδέτερο
- (νομική) ποινή καταβολής χρηματικού ποσού, που επιβάλλεται από δικαστική ή διοικητική αρχή για παραπτώματα ή παραβάσεις
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- προστίματα (λαϊκότροπος πληθυντικός)[1]
[επεξεργασία]
- προστιμάρω
- → δείτε τις λέξεις προς και τιμή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόστιμο