Μετάβαση στο περιεχόμενο

προστιμάρω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προστιμάρω < πρόστιμο + -άρω

προστιμάρω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]